χωματεπιμελητής

χωματεπιμελητής
χωμᾰτ-επιμελητής, οῦ, ,
A overseer of dykes, BGU12.11 (ii A. D.), etc.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • χωματεπιμελητής — ὁ, Α επόπτης συντήρησης τών φραγμάτων και καλής λειτουργίας τών διωρύγων τού Νείλου. [ΕΤΥΜΟΛ. < χώμα, χώματος + ἐπιμελητής] …   Dictionary of Greek

  • χωματεπιστάτης — ὁ, Α ο χωματεπιμελητής*. [ΕΤΥΜΟΛ. < χῶμα, χώματος + ἐπιστάτης] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”